- ἐπαυξεῖς
- ἐπαυξήςincreasingmasc/fem acc plἐπαυξήςincreasingmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαυξής — ἐπαυξής, ές (Α) [επαύξη] αυτός που παίρνει αύξηση, που αυξάνεται («ἐπαυξεῑς νόσοι», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek